|
II η зоол. лама #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лама? — λάμα как с (ново)греческого переводится слово λάμα? — лама — βόρεια — αυτιάζομαι — σκαπετίζω — αποθαλασσώνομαι — δροσό — ξυλοκαστέλλιο — χήρα — ορυζοφάγος — κουζουλάδα — ενοφθαλμισμός — σερμαγιά — αιμοστάτης — ωοζωοτόκος — απάντημα — σκυλίσιος — πηνίζω — τρυφώ — διαλφάβητος — πεντάπλευρος — ιδεολογικός — στάτης |
|||