|
вспоминать; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вспоминать? — αναθιβάλλω как с (ново)греческого переводится слово αναθιβάλλω? — вспоминать — γλίδα — μακελλεύομαι — καιρικός — αβίαστα — συλλογιέμαι — ξύνω — ακριβολογώ — μεγολόνους — δαχτυλήθρα — ελέφαντας — κουρντίζω — εμποροναύτης — πετσετάκι — πίδακας — νταβανοσάνιδο — βρασμός — αλκοόλ — γαργαλώ — οπαλλιόχρους — φυσιολάτρης — προβατικός |
|||