Новогреческий словарь
λησταποδόχος
λησταποδόχ|ος
ο, η
укрыватель
(разбойника, грабителя или краденого)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
укрыватель
? —
λησταποδόχος
как с
(ново)греческого
переводится слово
λησταποδόχος
? — укрыватель
#
(ново)греческий словарь
—
ψυχοπλάκωμα
—
βασταριό
—
διαδηλώνω
—
ζαχαρωτό
—
φεουδοκρατία
—
συλβία
—
κοιμητήρι
—
γαϊδουροσύνη
—
κάδη
—
πριγκιπάτο
—
καταμερίζω
—
αγγειοπλαστικός
—
χέσιμο
—
ουρολοίμωξη
—
υπερετάω
—
κρατάω
—
αντιστρεπτός
—
αποδιώκω
—
αναφέρομαι
—
εναντιότητα
—
ξεφασκιώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве