|
пищать (о птенцах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пищать? — πιπίζω как с (ново)греческого переводится слово πιπίζω? — пищать — κατασβεστήρας — καρδιοτοκογράφημα — κυλίνδρισμα — ανθοκηπουρική — έτυμο — μαναράκι — στυπόχαρτο — εκχωρητής — σηματοδοτώ — συχνοβλέπω — δεματάς — ατυλιγάδιστος — αμπελοκτήμων — κνησμονός — στομάχι — δημοτικίζω — ζώδιο — εθνοκτόνος — αμια — κοίλανση — ζωοειδής |
|||