|
το лит., муз. рондо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рондо? — ροντώ как с (ново)греческого переводится слово ροντώ? — рондо — λιμενιάζω — γαλίφικο — ανεμιστήρι — ξάγι — μεταβατικά — νομοσχέδιο — νομοταγής — νομός — ψιλοχωμάτισμα — ελαιοπολτός — μαλλιαρωσύνη — γανωτζής — σακκουλές — ενοφθαλμισμός — ταξίδι — βλαχοκαλύβα — συγκερασμός — απεμπολήση — ποικιλία — Μαγιάπριλο — νομοτέλεια |
|||