|
1. убивающий детей; 2. (ό, η) детоубийца #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово убивающий детей? — παιδοκτόνος как на (ново)греческом будет слово детоубийца? — παιδοκτόνος как с (ново)греческого переводится слово παιδοκτόνος? — убивающий детей, детоубийца — γκιζερίζω — Εβραίος — κρεολή — αρτηριοσκλήρυνση — βαρυποινίτικος — γουρουνοασβός — ιδιαίτερο — μπούρμπουλας — αισθητικός — παρενδυτικός — ομόσπονδος — αγωγιαστήριο — βρίζομαι — συνωθούμαι — απόκτηση — άχραντα — φοινικίς — λιγνύς — ταξιάρχης — δεικτικός — υπεραπόδοση |
|||