καϊμακλ|ής

формы словаβ
καϊμακλ|ής
ο :
          ~ (καφές) — кофе с обильной пеной



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово καϊμακλής? —


κατεργασμένοςαισιοδοξώαπονευρώνωχεροβολιάζωβαθμονόμησηδιωθώπροφυλάγωάϊ-...αοριστίαχωρίζομαιολόμαλλοςγομώνωχαβούτσιγύψκαμπούρικοςεμπειρίαφαγώσιμοςδενδροκομικόςπορώδεςαστιατρικόςαρτηριοσκληρία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit