|
ο : ~ (καφές) — кофе с обильной пеной #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καϊμακλής? — — κατεργασμένος — αισιοδοξώ — απονευρώνω — χεροβολιάζω — βαθμονόμηση — διωθώ — προφυλάγω — άϊ-... — αοριστία — χωρίζομαι — ολόμαλλος — γομώνω — χαβούτσι — γύψ — καμπούρικος — εμπειρία — φαγώσιμος — δενδροκομικός — πορώδες — αστιατρικός — αρτηριοσκληρία |
|||