|
η курильщица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово курильщица? — καπνίστρια как с (ново)греческого переводится слово καπνίστρια? — курильщица — σιλό — αδιάστρεπτος — απρολόγιστος — κομμουνιστής — καρπολόγος — κίνδυνος — εθναρχία — φλωρί — βδέλυγμα — φυτοπαθολογία — όλεθρος — αντιμοναρχικός — ξυλόσφυρα — βιομηχανικός — τεϊοποσία — κακοτοπιά — μαραθωνοδρόμος — σύνδεσμος — άφταιχτος — πραμάτεια — αγνώμων |
|||