|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σωματοποιούμαι? — — σπινθηρίζω — μεθορμίζομαι — κωλοκάτσι — τυφεκίζω — ιώδης — ποντίλλα — αυτοσυντήρητος — γλυκόλογος — πολυμορφικά — απηγορευμένος — άχι — υποκρούω — στιγμιογράφηση — ησυχαστικός — φρυγανώδης — χαλεπά — δικαιοπραγία — Κεραμείς — τυραννίδα — ουλαμός — βυθοκόρος |
|||