|
ο экскурсант, турист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово экскурсант? — εκδρομέας как на (ново)греческом будет слово турист? — εκδρομέας как с (ново)греческого переводится слово εκδρομέας? — экскурсант, турист — ευαγγελίζομαι — αφόπλιση — παραγωγή — διαβρέχω — κατορθώνω — μονάχα — κέρας — τρύζω — ομόφωνα — χοιρομέρι — εγωκεντρισμός — διαγραφείς — ωτογραφία — χαλυβικός — ξεκολλημένος — ιατροδικαστική — ναυαρχείο — εξηνταβελόνα — αχνιστός — γκάζι — κουταλιάζω |
|||