|
το юбилей; γιορτασμός ( πανηγυρισμός) τού ~ ιωβηλαίου — юбилейные торжества #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово юбилей? — ιωβηλαίο как с (ново)греческого переводится слово ιωβηλαίο? — юбилей — ξετιμάω — προγυμνάσιο — μπιφτέκι — κατασχετήριος — σύδειπνος — συχνός — ηράμην — αμμοδούρα — ενεστώτος — ιοντικός — τσακμακίζω — παρήνεσα — κόρδα — λούμακας — φωνόμετρο — αγριόξυλο — σπληνομεγαλία — πρωτοπαλλήκαρο — περιλαβαίνω — απαγίωτος — λιανέμπορος |
|||