|
ο зажигалка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зажигалка? — αναπτήρας как с (ново)греческого переводится слово αναπτήρας? — зажигалка — διόλου — ξελακκώνω — ενοποίηση — σκηνικά — πεντακοσιόδραχμο — ανάρρωση — ακλώσσευτος — νηπιοκομία — τανύζομαι — σωσίβιο — διασφίγγω — αντιπερισπώ — ασχημάντρας — επικρατών — λοφίσκος — ανεπτυγμένος — υπερόστωση — λησταποδόχος — σιγαλιά — ειδολογικός — κληροδόχος |
|||