Новогреческий словарь
γαζέπι
γαζέπι
το уст.
невезение, неудача; беда
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
невезение
? —
γαζέπι
как на
(ново)греческом
будет слово
неудача
? —
γαζέπι
как на
(ново)греческом
будет слово
беда
? —
γαζέπι
как с
(ново)греческого
переводится слово
γαζέπι
? — невезение, неудача, беда
#
(ново)греческий словарь
—
απρόσφορος
—
ωκεανός
—
βοϊδινός
—
λιγοθυμιά
—
κλητήρας
—
λιμνίο
—
ανεπικερδής
—
προπλάστης
—
αγροφύλαξ
—
ευθυντήρας
—
υαλοπωλείο
—
αργόστροφος
—
στράφυλο
—
σκανδαλοθηρικός
—
απάνθρωπα
—
μινθέλαιον
—
πανευτυχής
—
γνωσιολογικός
—
πόστ-ρεστάν
—
ακατεύναστος
—
λαδάς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω