προστυχεύω

формы словаβ
προστυχεύω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово προστυχεύω? —


πατρότηταγεννητάριουρητήριομολεύωδημοκρατίζωσυμποσιακόςζενίθιοςαντιρρέωδουλεύωαποβολήμονομέρηςοκτάπλευροςοστεωδυνίαοστρεοκομείοκαρβουνόσκονηασβολώτριανταφυλλήςπανθεϊσμόςισοπαχήςξεκάπνισμααπόσταξη




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit