|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово προστυχεύω? — — πατρότητα — γεννητάρι — ουρητήριο — μολεύω — δημοκρατίζω — συμποσιακός — ζενίθιος — αντιρρέω — δουλεύω — αποβολή — μονομέρης — οκτάπλευρος — οστεωδυνία — οστρεοκομείο — καρβουνόσκονη — ασβολώ — τριανταφυλλής — πανθεϊσμός — ισοπαχής — ξεκάπνισμα — απόσταξη |
|||