|
το заболевание, болезнь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заболевание? — νόσημα как на (ново)греческом будет слово болезнь? — νόσημα как с (ново)греческого переводится слово νόσημα? — заболевание, болезнь — στασιασμός — χεσμένος — ωστόσο — πηλώδης — ανηθόλη — δίφανος — παραπονεμένος — διάβρεξις — μαγεύω — μεμβρανώδης — ακονόλιθος — αυτογέννητος — αγγελολογία — υποκόμισσα — ασκηνοθέτητος — διαπεραστικός — γοργοβασιλεύω — λιπώδης — κουρά — κεραμιδί — μεσίτις |
|||