|
το бот. примула #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово примула? — δακράκι как с (ново)греческого переводится слово δακράκι? — примула — εξαρτημένος — λησμονησιά — κατάσβεση — γαλήνεμα — ρέγγα — αποκαπνισμός — βρασερός — ανεξερνω — ουδετερόδυνος — νοθευτής — ανωκάτω — μανόλια — κανιβαλισμός — ληστοκρατούμαι — επιχώνομαι — διακονεύω — λούρα — αποτέμνω — κουτουλίζω — γέρνω — πλακομούνι |
|||