|
ο лингв. идиоматизм, идиома; γαλλικός ~ — галлицизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово идиоматизм? — ιδιωτισμός как на (ново)греческом будет слово идиома? — ιδιωτισμός как с (ново)греческого переводится слово ιδιωτισμός? — идиоматизм, идиома — πιονέρικος — υποτιτλισμός — κούμπουλο — αντιστρόφως — πολύζυγο — ξεποδάριασμα — καλοφκιασμένος — ισοζυγώ — φαρμασόνος — κουνουπιέρα — μικρόμετρο — χαμοπέρδικα — ασύμφωνος — φυλλοβολία — άδικοθανατω — απόρριψη — λόπια — αρματωσιά — χουμώ — απογεμίζω — πριονοειδής |
|||