|
злой, злобный; жестокий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово злой? — κακόψυχος как на (ново)греческом будет слово злобный? — κακόψυχος как на (ново)греческом будет слово жестокий? — κακόψυχος как с (ново)греческого переводится слово κακόψυχος? — злой, злобный, жестокий — θαλασσοχαρής — στυππείον — άδικα — αλλοτριογομία — επιφανειακός — δημοκρατίζω — λάρνα — αυτοθαυμασμός — εξοβέλιση — ελαφρολόγία — αυτόνομον — μονημερίς — εκσπερμάτισμός — πιατέλο — φωστήρας — ζάντα — απρόκοφτος — εκκενώνω — σιγαλά — θεωρητής — ἀποοσκοέω |
|||