|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κορυφώνω? — — τσατμάς — λήξη — ανέφελος — αποδειπνώ — ταχόμετρο — τρεμοφέγγω — νεόνυμφη — Άνθιμος — βλέμμα — ευκολοκυρίευτος — μέλος — οπισθοβουλία — τετρακοσιοστός — ματζούνι — μπερμπαντάκος — χειροστρόφαλος — λευκοπάθεια — αρειμανίως — διαβεβαιωτικός — ομηρικός — γαιάνθραξ |
|||