|
η каша из муки; === ο πού καεί στήν ~ φυσά καί τό γιαούρτι — посл. [phrase]кто обжёгся на молоке, дует и на воду[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каша из муки? — αλευριά как с (ново)греческого переводится слово αλευριά? — каша из муки — εκρηξιγενής — λουλουδένιος — νοήμων — αμπόλιασμα — κερκιδικός — αρπίστρια — ουρανόπεμπτος — μετά — συμπλοιοκτήτης — γούρλωμα — διεκρέω — αδιάσωστος — ενωματάρχης — μπριλλαντίνη — πλουτώ — θανατερός — άψητος — απηλιθίωση — εύφλεκτος — δωδεκάρια — γονεύω |
|||