Новогреческий словарь
σκλήθρος
σκλήθρ|ος
ο
ольха
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ольха
? —
σκλήθρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκλήθρος
? — ольха
#
(ново)греческий словарь
—
δεκεμβριάτικος
—
επήγα
—
καστανόχωμα
—
καύσιμος
—
ανεψιός
—
ακήρωτος
—
αφετεροίωση
—
μεταξοσκούληκο
—
ένοπλος
—
άτακτος
—
χονδρίλλη
—
ψουνιστός
—
καναπεδάκι
—
πάπας
—
τρίπτυχο
—
παιχνιδότοπος
—
ζιγκολό
—
σοροκολεβάντες
—
αποβάπτω
—
ανίσχυρα
—
αιχμαλωτισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве