|
η картонка для шляп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово картонка для шляп? — καπελλιέρα как с (ново)греческого переводится слово καπελλιέρα? — картонка для шляп — λατρευτός — διάπλεγμα — σελήνη — πολυθεϊσμός — μεταλλογραφία — επιτεταγμένος — προσοσιαλιστικός — χειρολάβος — γαϊδουροκαθίζω — ποδάρα — ορφανεύω — ενθέμιον — ανώτερος — ελαφροπαίρνομαι — ατμήλατος — δημαρχίνα — χειροσφαίριση — ολοθύμως — βάγια — χρωματοφόρος — κυματόμετρο |
|||