Новогреческий словарь
θέρμος
θέρμ|ος
ο 1)
термос
;
2) бот.
лупин
(ус)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
термос
? —
θέρμος
как на
(ново)греческом
будет слово
лупин
? —
θέρμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
θέρμος
? — термос, лупин
#
(ново)греческий словарь
—
μισόσκεπος
—
πέπρωται
—
ελαφοπόδαρο
—
οκνηρία
—
περιβολήσιος
—
συναντιέμαι
—
παίγνιο
—
λιπαντικό
—
ταχύτατα
—
ξενίζομαι
—
φτυάρισμα
—
τσίπα
—
αμμοσκέπαστος
—
ένθρονος
—
καρυδόλαδο
—
αμυγδαλόπαστα
—
προβατάρισσα
—
λεχρίτης
—
άπαθος
—
αποσκυβαλισμένος
—
γλυκαισθησία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,