|
το 1) ручей; 2) канава; τά ~α τών οδών — кювет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ручей? — ρείθρο как на (ново)греческом будет слово канава? — ρείθρο как с (ново)греческого переводится слово ρείθρο? — ручей, канава — άνετα — φιλόξενος — λετσαρία — σύντμηση — νεροκράτης — ντέ — θαυματουργώ — δωδέκατο — μεταφυτευτός — εφήβαιον — ακωμώδητος — μπαχαρικό — υαλοτέχνης — διυγραίνω — μάνιασμα — είθε — ταραντέλλα — μικρομύτης — ριψοκινδυνεύω — πλους — μετάπτωση |
|||