|
: ~ει — [phrase]выгодно, есть расчёт [/phrase] (сделать что-л.) ; δέν ~ει — [phrase]невыгодно, нет расчёта [/phrase] (делать что-л.) #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συμφέρω? — — παλαιοντολογικός — άγδαρτος — αθλητικός — αποκριάτικος — πριόνισις — μαλακούτσικος — αμφαρίστερος — ζούληγμα — ασύσταγος — ερυθρόπους — αγερασιά — κελεπούρι — αντικανονιστικός — νεώσοικος — καντηλιέρης — Ιγγλέζα — μεθοκοπάω — Θεομακάριστος — χήν — πήρωση — ταξιθέτης |
|||