|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξηραντήριο? — — γαρμπερός — συναγωνιστικός — φτερωτός — αμπαρωμένος — χηρευάμενη — εσχαρωτικός — αμόλεφτος — θαλασσόδαρτος — πίεση — παζάρεμα — προκάνω — στούπωμα — φεγγάρι — εστην — φουρκίζω — πειθαρχημένος — καρπικός — κακοανατεθραμμένος — εξάνθηση — αισθησιακός — ταχταρίζω |
|||