|
το утолщение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утолщение? — όγκωμα как с (ново)греческого переводится слово όγκωμα? — утолщение — φταίω — ντάβανος — θειαφιστήρι — εκχωμάτωση — μυστρίζω — μετάλλευση — αιμορροΐδα — εγκιβωτίζω — ερωτοχτυπημένος — ξερόκαμπος — αγαθιάρης — απορία — αλλού — σαβουριάζω — αβερτοσύνη — φόμπ — παιδιατρική — νεοπλουτισμός — οζοντιστήρας — σκιτζίδικος — τοξικότητα |
|||