|
ο 1) заманивание; 2) перен. приманка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заманивание? — δελέασμός как на (ново)греческом будет слово приманка? — δελέασμός как с (ново)греческого переводится слово δελέασμός? — заманивание, приманка — τιμαριθμοποίηση — συσσιτώ — φλέγω — τιτάνιος — τέλεση — σκέλεθρο — κλητική — τηλεαυτοματική — ολότελα — επινεφρίδιο — ακόρδωτα — λοκόφως — γαλατόπιττα — νομισματολογία — ηχορύπανση — πυελομετρία — γνέφι — σκωτικός — ηλεκτροπληξία — θαλασσίτσα — γουσταδόρος |
|||