|
верховенство #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανωτερότητα? — — οβιδοβόλο — σύνταγμα — λιθοθρυψία — σουρτούκο — μυζήθρα — οινοπωλείο — μωροπιστία — ακαδημαϊκώς — λεπτουργείο — ενισχυτής — αναφέρσιμος — χιονόμπαλα — γλυκαίνω — γυναικοστόλι — κοσμητεία — εμπυΐσκω — εταίρος — μεγαλομανής — ιμπρεσάριος — ερήμωση — αγιασμένος |
|||