|
парящий в воздухе #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парящий в воздухе? — αγεροκρέμαστος как с (ново)греческого переводится слово αγεροκρέμαστος? — парящий в воздухе — επιθυμητός — σακκάκι — εξαγόρασμα — εντόπιος — αγιογράφος — ανασυντασσόμενος — πείραμα — δολοφόνος — τσιμεντοπάσσαλος — Αμερικανός — σιωπηρότης — υγρό — εξόμπλιον — αχνός — λιφαιμία — επισυνέβην — πονηρός — γιομόζω — πολυθεσία — λαδής — κληρώνω |
|||