Новогреческий словарь
μαλαματοκάπνισμα
μαλαματοκάπνισμα
το 1)
золочение
;
2)
позолота
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
золочение
? —
μαλαματοκάπνισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
позолота
? —
μαλαματοκάπνισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαλαματοκάπνισμα
? — золочение, позолота
#
(ново)греческий словарь
—
μηνορραιμία
—
αψύλλιαστος
—
αναφτερακίζω
—
θερμόμετρο
—
συννέφιασμα
—
καημός
—
ασφάλιχτος
—
αψινθικός
—
αυτοκαλλιέργεια
—
απειρόμορφος
—
ελάφιον
—
ξηροπόταμος
—
κοασμός
—
λέκιθος
—
πασσαλίσκος
—
αμπούκωτος
—
βλήχημα
—
ψυχογραφία
—
μοιρολογώ
—
καθοσιώνω
—
κραυγαλέος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве