Новогреческий словарь
θερμόμετρο
θερμόμετρο
το
термометр, градусник
;
βάζω τό ~ — ставить термометр
;
τινάζω τό ~ — стряхивать термометр
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
термометр
? —
θερμόμετρο
как на
(ново)греческом
будет слово
градусник
? —
θερμόμετρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
θερμόμετρο
? — термометр, градусник
#
(ново)греческий словарь
—
λείαντρον
—
διασαφητικός
—
μεφιτισμός
—
Ευαγγέλιο
—
εγχειρήσιμος
—
καταβρεκτήρας
—
μισοκαμωμένος
—
αυτοκινητικός
—
φάνηκα
—
σκευαγωγία
—
ιστορία
—
συμπαντικός
—
τουναντίον
—
ματαιώνω
—
νεφραλγία
—
ανεμοστρόβιλος
—
ακόπιαστα
—
πέστροφα
—
μονώνυχος
—
αχάλαγος
—
διαιρούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве