|
зоол. корнеядный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово корнеядный? — ριζοφάγος как с (ново)греческого переводится слово ριζοφάγος? — корнеядный — διπλοκακορροίζικος — ανεύθετος — ανευχαρίστητος — χιονίζει — εργολήπτης — κωκταηλ — αγιωσύνη — ανάκαμψη — γαϊδουρόκομπος — εστεμμένος — εθνοφρουρά — παράδεισος — οδόστρωση — μπεκρουλίκι — σαγηνευτικός — κωλώνω — παγωμάρα — αλατοπιπερωμένος — αυτιάζομαι — έλεγξη — αραβοσιτόχρους |
|||