|
1) машиностроительный; 2) ремонтно-механйческий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово машиностроительный? — μηχανουργικός как на (ново)греческом будет слово ремонтно-механйческий? — μηχανουργικός как с (ново)греческого переводится слово μηχανουργικός? — машиностроительный, ремонтно-механйческий — ιωνικός — ιξός — μουσικομανία — αμυγδαλή — δημοκρατικά — ραβίνος — αχυροκαλύβα — σηψαιμία — φαράδιον — πεντηκοντάδραχμο — κλεφτουριά — ανυδρία — ξηρότητα — νέκρα — στερημένος — χρωματίνη — καθοριστικός — τουτέστι — πτυχωσιγενής — περιστερά — αποβάλλω |
|||