|
ο мин. кремень; силикат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кремень? — πυριτόλιθος как на (ново)греческом будет слово силикат? — πυριτόλιθος как с (ново)греческого переводится слово πυριτόλιθος? — кремень, силикат — αγκάθα — γελαδοτόμαρο — ακούρδιστος — ασβέστιος — ολομερής — βλεφαριδικός — εγκλιματισμός — τσαρδάκι — μπρουμυτίζω — φοβισμένος — χηρευάμενη — ταμίας — αγραμματοσύνη — φροκάλι — ανεμούρα — διάτανος — εμπειριοκριτικισμός — αποτσίγαρο — διφωνία — ακροχορδών — αβάντσο |
|||