|
(αόρ. (ε)ξετρέλ(λ)ανα, παθ. αόρ. (ε)ξετρελ(λ)άθηκα ) сводить с ума #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сводить с ума? — ξετρελαίνω как с (ново)греческого переводится слово ξετρελαίνω? — сводить с ума — μεταβίβαση — λιμπρέττο — αγκρέμιστος — σκελετίνη — παράφαγα — βεντέττα — καταναλωτισμός — συνδυασμός — πενηνταριά — φυλλομετρητής — ανταυγάζω — ακρίς — οιδαλέος — χρωμικός — κοσμοθεωρητική — πλαγκτολογία — εγκυμοσύνη — βένετος — ανακρίβεια — στυφότητα — αδικοκρισία |
|||