ξετρελαίνω

формы словаβ
ξετρελαίνω
(αόρ. (ε)ξετρέλ(λ)ανα, παθ. αόρ. (ε)ξετρελ(λ)άθηκα ) сводить с ума



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово сводить с ума? — ξετρελαίνω
как с (ново)греческого переводится слово ξετρελαίνω? — сводить с ума


μεταβίβασηλιμπρέττοαγκρέμιστοςσκελετίνηπαράφαγαβεντέττακαταναλωτισμόςσυνδυασμόςπενηνταριάφυλλομετρητήςανταυγάζωακρίςοιδαλέοςχρωμικόςκοσμοθεωρητικήπλαγκτολογίαεγκυμοσύνηβένετοςανακρίβειαστυφότητααδικοκρισία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit