|
саксонский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово саксонский? — σαξονικός как с (ново)греческого переводится слово σαξονικός? — саксонский — αυλητρίς — νίψη — καψαλήθρα — τυχοδιωκτικός — ξεπεταρούδι — μικροργανισμός — γκιαούρης — μονόδρομος — έχθρα — σπερμολογία — κολακεύομαι — λεπροκομείο — μυγούλα — νοητός — μικροβιολογία — γαλαροκοπή — μολυβδώνω — ένρινος — περιστύλιο — άσυρτος — διαβόλογυναίκα |
|||