|
η пирог; === πέσε ~ νά σέ φάω — [phrase]ждёт, когда пирожок в рот упадёт; ему подавай всё готовенькое; ему разжуй и в рот положи[/phrase]; τόν έκανε ~ — [phrase]он сделал из него лепёшку[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пирог? — πίττα как с (ново)греческого переводится слово πίττα? — пирог — εκλεύκανση — φωναχτός — πλούτος — αφιλαρχία — λήθη — στοκάρω — σπασμωδικως — συντήκω — δρομομετρία — επισταμένως — ψηλουκρυτάνα — ψυκτήρας — αρτηριοσκληρία — αποκοττώ — συνέχεια — αλευροποιία — καλομεταχειρίζομαι — κουράρισμα — ωοθηκοτομία — συνεργάζομαι — νταβούλι |
|||