|
обморочный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обморочный? — λιποθυμικός как с (ново)греческого переводится слово λιποθυμικός? — обморочный — δουλευτής — λεβεντομάννα — γομάρια — στρουθός — κοτούλα — αυλίζομαι — άξια — θέσμια — θορυβούμαι — σπιρουνιά — διακονόθρεμμα — κολακεύω — ανταμείβομαι — αρκιέμαι — λαπαροσκόπιο — συνοφρύωση — φοβιτσιάρης — νανοσωλήνα — ακουάριο — σταφίδιασμα — πακετάρισμα |
|||