|
филос. относящийся к интеллектуализму #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к интеллектуализму? — νοησιοκρατικός как с (ново)греческого переводится слово νοησιοκρατικός? — относящийся к интеллектуализму — ασπροντυμένος — λισγάρι — ομόφρων — προβοσκιδοφόρος — κτενίζω — καρφιτσοθήκη — λυρισμός — αεροαποβατικός — υπέπεσα — αλάνθαστος — αναντίρρητα — φασόμετρο — αυτοματοποιώ — αναβάλλεται — αδιαλόγιστος — ειρηνοποιός — αθρήνητος — καταψυχτικός — διαιώνιση — αναδενδράς — μακρόκομος |
|||