|
меньше, менее; διαρκώ ~ τών δύο μηνών — длиться меньше двух месяцев; επί ~ — меньше, ниже (по количеству) ; === πλέον η ~ — более или менее #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово меньше? — έλαττον как на (ново)греческом будет слово менее? — έλαττον как с (ново)греческого переводится слово έλαττον? — меньше, менее — σχοινοκλίμακα — ξυλάριον — αλεξητήριος — ηρέμηση — προσοδοφόρο — αντιδηλώνω — εξιδρωματικός — θέση — σιγκούνο — βοϊδόγλωσσα — χρονοδιάγραμμα — ανικανοποίητα — ακαπήλευτος — νεραϊδόχορτο — ενδοκυβερνητικός — ασπρολέλεκας — βουρτσιά — θανατηφόρα — περιποιητικά — αθυρόστομος — φωτοειδησεογραφία |
|||