|
заквашивать (тесто) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заквашивать? — ζυμώ как с (ново)греческого переводится слово ζυμώ? — заквашивать — κοιμηθιά — χιλιόστρεμμα — ενδοσκοπικός — μελισσοτόπι — αναπολόγητος — συγκινητικός — ενδοσπέρμιον — νεκροφόρος — οχεύω — πουριτανισμός — δεξαμενή — διάλεκτος — τιμωρούμαι — τρωγλοδυτικός — βλογημένος — σάξ — πάλεμα — τινάσσω — χαρτοσημαίνω — ανακεφαλαιωτικός — σωματιστικός |
|||