|
сажать на кол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сажать на кол? — ανασκολοπίζω как с (ново)греческого переводится слово ανασκολοπίζω? — сажать на кол — μεταξοκλωστή — μεσοφούστανο — ηλεκτροθεραπευτικός — αξιοκατηγόρητος — βαμβακόψειρα — ενδεκαετής — πλήγμα — καβαλλάρης — ανυποστήρικτος — υπερευχαριστώ — εκλαμπρότατος — βιβλιόφιλος — κόπος — γλυκοκοίταμα — ενδεκασύλλαβος — διευθύνω — πηδαλιουχείο — εύστοχος — γονίδι — αυτοϋποβάλλομαι — κηρόπιττα |
|||