|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δημαρχιλίκι? — — ασχολίαστος — εγνοιάζομαι — οικουμενικότητα — κολοκύθας — αξιοποιώ — υδρόμυλος — καταναλώτρια — τσαλάκωμα — αγωγός — πανεθνικός — παυσίπονος — εκγλυφή — πατρωνυμικό — ψυχοσώστης — κατ'οίκον — νηστήσιμος — δαφνοστέφανο — εξαμηνίτικος — κοθορισμένος — αζούπιστος — ριζά |
|||