|
гневный #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οργισμένος? — — αναβολιά — ζευκτηρία — αποσπέρνω — κεραυνώνω — σφουγγαράδικος — σαβουράδικο — λοφοσειρά — χωρομετρώ — ασφαλτικός — αρλουμπιτζής — καλλιστεύω — καϊσί — υδροηλεκτρικός — ένδεια — χιονοσκέπαστος — ανυπόστατος — δασύτης — συμφεροντολογικός — εγγυητήριος — χρησμοδοτώ — σουρντίνα |
|||