Новогреческий словарь
αναβλητικότητα
αναβλητικότητα
η
привычка откладывать дела
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
привычка откладывать дела
? —
αναβλητικότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναβλητικότητα
? — привычка откладывать дела
#
(ново)греческий словарь
—
ασπρολούλουδο
—
φραγκισκανός
—
θωράκιση
—
αγήτευτος
—
πυκνός
—
οπλιταγωγό
—
εγκαταλειμμένος
—
μαρτυρολόγιο
—
ηλιάζομαι
—
προοιωνίζομαι
—
πρεζάρω
—
φορετός
—
ελαιοκομία
—
αλληθώρισμα
—
λυρατζής
—
πολυπρόσωπος
—
νταβράντισμα
—
λυτάρι
—
εντριβή
—
γάμπια
—
αποκαταστημένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве