|
η линование #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово линование? — γράμμωση как с (ново)греческого переводится слово γράμμωση? — линование — πλεονέκτημα — ανακλαδούμαι — σπρωξιά — γραμματάρα — ξεψειρίζω — αναγνωρισμός — απάρθενος — μουεζίνης — ειρηνευτής — σοβάτισμα — απλανής — σαπιοκάραβο — συζητω — αλίπαστος — χρεώβαρο — αιματόρροια — ετερότοπος — ιδρυματοποιώ — βαστάω — πεντάμετρος — ανεμοζάλη |
|||