Новогреческий словарь
πεζοναύτης
πεζοναύτης
ο
морской пехотинец
;
άγημα ~τών — десант морской пехоты
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
морской пехотинец
? —
πεζοναύτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
πεζοναύτης
? — морской пехотинец
#
(ново)греческий словарь
—
αυθυπότακτος
—
τριανδρία
—
σφαιροβολία
—
αγαλματίδιο
—
τσουτσούνα
—
περιστέρα
—
πυροβόλος
—
εκλεπτοσμένος
—
ασβεστού
—
κοστολόγιο
—
σλέπι
—
κακοσούρης
—
εκπατρισμός
—
τσουρέκι
—
υπερφιάλως
—
εσχάρωση
—
ξιδερός
—
ζυγούρι
—
μαμούρης
—
φαίνω
—
ξεψαρωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω