Новогреческий словарь
περιστέρα
περιστέρα
η прям., перен.
голубка
;
===
υποκρίνεται (или παριστάνει) τήν αθώαν ~άν — прикидываться невинным
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
голубка
? —
περιστέρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
περιστέρα
? — голубка
#
(ново)греческий словарь
—
εσπέριος
—
ακυρίευτος
—
δερμοτοπώλης
—
πανταλόνι
—
αναπείθω
—
άργητα
—
κύκνος
—
ανθρωπάριον
—
φοράω
—
κόριζα
—
διευκρινίζω
—
διακωμωδώ
—
αυτοδιέγερση
—
άπνοια
—
εσώτερον
—
αστυνομία
—
λόξευση
—
ανομισθώνω
—
βλαχόκαλτσα
—
ασβεστώνω
—
αβιομηχανοποίητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве