|
(-ιδος) η мед. коньюнктивит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коньюнктивит? — επιπεφυκίτιδα как с (ново)греческого переводится слово επιπεφυκίτιδα? — коньюнктивит — αφοπλιστικά — ψυκτήρ — αίγλη — αφύσικο — συνεπαίρνω — χαλικώδης — μαντρεύω — αντιστρατιωτικός — πισθάγκωνα — διαπερώ — τιμή — ογκόπαγος — λευκό — ανυψωτήρας — υποθηκεύω — ασυνηθησιά — μάντις — σαλμί — αφθόνως — βαμβακοπαρογωγικός — καταψυκτικός |
|||